- αδωροδοκία
- ἀδωροδοκία, η (Α) [ἀδωροδόκος]το να μην εξαγοράζεται κανείς με δώρα, η αδωρία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδωροδοκίᾳ — ἀδωροδοκίᾱͅ , ἀδωροδοκία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)